Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνεχώρουν ἄν

См. также в других словарях:

  • ἀνεχώρουν — ἀναχωρέω go back imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἀναχωρέω go back imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλευμα — τὸ, Α [σκυλεύω] 1. πράγμα που έχει σκυλευθεί, αντικείμενο προερχόμενο από σκύλευση 2. (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο σκύλευση σκοτωμένου εχθρού, τα λάφυρα (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», Ευρ. β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»